- πασιθρύλητος
- πᾱσῐ-θρύλητος [pron. full] [ῡ], ον,A world-famous, Tz.H.9.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασιθρύλητος — ον, Μ αυτός που έχει παγκόσμια φήμη, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + θρυλοῦμαι] … Dictionary of Greek